ὑποκοριζόμενοι

ὑποκοριζόμενοι
ὑποκορίζομαι
call by endearing names
pres part mp masc nom/voc pl
ὑποκορίζομαι
call by endearing names
pres part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υποκορίζομαι — ὑποκορίζομαι ΝΜΑ, και ενεργ. ὑποκορίζω Μ (στην μσν. και ενεργ.) χρησιμοποιώ υποκοριστικές λέξεις ή φράσεις νεοελλ. καλώ κάποιον με τον υποκοριστικό τύπο τού ονόματός του μσν. αρχ. μιλώ σαν μικρό παιδί, μιμούμαι την παιδική ομιλία («βάβιον και… …   Dictionary of Greek

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”